γαλούχημα

γαλούχημα
το
1.ο θηλασμός, το βύζαγμα.
2. το παιδί που θηλάζει: Χαίρεται με το γαλούχημά της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γαλούχημα — το [γαλουχώ] 1. θηλασμός, βύζαγμα 2. το βρέφος το οποίο θηλάζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”